στρουθόπους

στρουθόπους
στρουθό-πους,, πουν, gen. ποδος,
A with sparrow's or ostrich's feet (for authorities differ, Sch.Ar.Av.877 explaining it of large, Plin.HN7.24 of small feet).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρουθόπους — ουν, Α 1. αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, δηλαδή κοντά πόδια 2. αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει μακριά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό πους] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”